θωμάς

θωμάς
Όνομα δύο πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. 1. Θ. o άγιος (τέλη 6ου – αρχές 7ου αι.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (607-610). Διαδέχθηκε στον θρόνο τον πατριάρχη Κυριακό και διακρίθηκε για τη συνετή συμπεριφορά του, τη θεοσέβεια και τους συνεχείς αγώνες του εναντίον διαφόρων αιρετικών. Έχτισε το μέγα Τρίκλινο στον Πατριαρχικό Οίκο, ο οποίος από αυτόν ονομάστηκε Θωμαΐτης. Η Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 21 Μαρτίου. 2. Θ. B’ (7ος αι.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (667-669). Αναφέρεται ότι δεν επέδειξε καμιά ιδιαίτερη δραστηριότητα. Κανένα, εξάλλου, σημαντικό γεγονός δεν σημειώθηκε στα χρόνια της πατριαρχίας του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Θωμᾶς — masc acc pl (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θωμάς — I Ένας από τους δώδεκα Απόστολους. Ονομαζόταν και Δίδυμος. Καταγόταν πιθανότατα από τη Γαλιλαία, όπως και όλοι οι μαθητές του Ιησού. Στους αποστολικούς καταλόγους των Ευαγγελίων, ο Θ. αποτελεί ζεύγος με τον Ματθαίο, ενώ στις Πράξεις των Αποστόλων …   Dictionary of Greek

  • Θωμάς Ακινάτης — Ιταλός θεολόγος. Βλ. λ. Ακινάτης, Θωμάς …   Dictionary of Greek

  • Θωμάς — ο 1. κύριο όνομα. 2. άπιστος άνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θωμᾶς — θωμᾶ̱ς , θαυμάζω wonder fut ind act 2nd sg (doric ionic) θωμᾶ̱ς , θωμάζω establish fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θωμάς Μπέκετ — Άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Βλ. λ. Μπέκετ, Τόμας …   Dictionary of Greek

  • Θωμάς ο Μάγιστρος — (13ος αι. – αρχές 14ου αι.). Βυζαντινός λόγιος και γραμματικός. Ήταν γνωστός και με το μοναχικό του όνομα Θεόδουλος. Το μόνο γνωστό στοιχείο για τη ζωή του είναι ότι υπήρξε σύμβουλος του αυτοκράτορα Ανδρόνικου B’ του Παλαιολόγου (1282 1328).… …   Dictionary of Greek

  • Θωμάς ο Παρισινός — (18ος αι.). Γάλλος μοναχός του τάγματος των Καπουκίνων. Έγραψε κείμενα και στην ελληνική γλώσσα, τα οποία μαρτυρούν γνώση της δημοτικής και, γενικότερα, του ελληνικού γλωσσικού ζητήματος. Έγραψε, μάλιστα, γραμματική της δημοτικής (1709), ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Θωμάς ο Σλάβος — (; – 823). Βυζαντινός στρατηγός, σλαβικής καταγωγής. Ήταν σύγχρονος του αυτοκράτορα Μιχαήλ B’, με τον οποίο παλαιότερα είχε συνυπηρετήσει στον στρατό. Λίγο μετά την άνοδο του Μιχαήλ στον θρόνο (820), ο Θ. οργάνωσε επαναστατικό κίνημα εναντίον του …   Dictionary of Greek

  • Θωμάς Πρελούμποβιτς — (; – 1385). Σέρβος ηγεμόνας των Ιωαννίνων. Ήταν γιος του αυθέντη της Θεσσαλίας και των Ιωαννίνων, Πρελούμπου. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, υποχρεώθηκε από τον δεσπότη Νικηφόρο B’ να εγκαταλείψει τη Θεσσαλία και, μαζί με τη μητέρα του, πήγε στη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”